- ἀδελφή
- сестра
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἁδελφή — ἀδελφή , ἀδελφή sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφῇ — ἀδελφή sister fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφή — sister fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφή — η (Α ἀδελφή) (Ν και αδερφή) θηλ. τού αδελφός* … Dictionary of Greek
ἀδελφῆι — ἀδελφῇ , ἀδελφή sister fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαϊνίτσα — Αδελφή του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Γεννήθηκε το 1748 από τη δεύτερη σύζυγο του λήσταρχου Βελή, τη Χάμκω. Έπειτα από απαίτησή της, ο Αλή πασάς κατέστρεψε (1784) τα χωριά Χόρμοβο, Γαρδίκι και Λίκλη για να εκδικηθεί την ατίμωση, αυτής και της… … Dictionary of Greek
ἀδελφαῖν — ἀδελφή sister fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφαῖς — ἀδελφή sister fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφαί — ἀδελφή sister fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφεαί — ἀδελφή sister fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδελφειῶν — ἀδελφή sister fem gen pl (epic doric) ἀδελφός son of the same mother masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)